Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Χάρακας Νο18: Το μεγάλο συνοικέσιο

Σήμερα βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας παρουσιάσω την υπερπαραγωγή των studios “ΠρωτΑναΔιασΠασο” (Πρωτοβουλία Αλεξάνδρειας να Διασπάσουμε το ΠΑΣΟΚ) “ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΥΝΟΙΚΕΣΙΟ” σε σκηνοθεσία: Χάρακας, σενάριο: Χάρακας, βασισμένο σε ένα έργο της Πρωτοβουλίας Πολιτών Δήμου Αλεξάνδρειας.
Διανομή: xronika05.blogspot.com
Πρωταγωνιστούν: ΣΥΝ- ΣΥΡΙΖΑ, τέως και νυν Πασόκοι.
Gueststars: Ανένταχτοι αριστεροί.
Έκτακτη συμμετοχή: ο υποψήφιος του ΚΚΕ.
Κομπάρσοι: διάφοροι των οποίων τα ονόματα δεν γνωρίζουμε.

Σκηνή 1η

(Τετάρτη βράδυ
Σε δημόσια θέα μαζεύονται άντρες και γυναίκες. Τους φέρνει εκεί η ανάγκη. Η ζωή τους δύσκολη. Η ανέχεια, μέρα με τη μέρα μεγαλύτερη. Οι αφεντάδες τώρα πια ούτε τάζουν ούτε τους δίνουν. Τα παιδιά στα σπίτια κλαίνε και πεινάνε. Πρέπει να βρεθεί μια λύση.
Μια τελευταία ευκαιρία είναι να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να προτάξουν τα στήθη τους στους αφεντάδες. Συμφωνούν να γίνουν ένα. Και ο τρόπος είναι να συμπεθεριάσουν. Έχουν μια κόρη διαλεχτή, μια χαμηλοβλεπούσα. Φτωχή, πλην όμως τίμια και μοσχαναθρεμένη,
ουχί με πλούτη και λεφτά μον’ με δόξα και καμάρι. Σκύβει κεφάλι, και ζυγό μονάχα περιμένει)

-Ορέ σε ποιόν να την εδώκουμε τούτη την περδικούλα;
Που όμοιά της δεν εγίνηκε μέσα στην πλάση ούλη;
Τηράτε την πως καρτερεί μ’ υπομονή μεγάλη.


(Τρία τα λεβεντόπαιδα ξεχίμηξαν εμπρός τους. Τα δυο από σόι δυνατό μα αποκληρωμένα. Το τρίτο ορμάει μπροστά, με τη γροθιά σφιγμένη).


-Αρχίστε ορέ να σας ιδώ, το λέει η καρδιά σας;

-Συρίζο, κύρη ξακουστέ,
εγώ είμαι που τη θέλω.
Μα έλα ντε που δεν τόξερα.
Έστειλα στ΄ αφέντη προξενιό και τώρα τι να κάμω;
Καρτέρα λίγο, κι ύστερα, εμένα να διαλέξεις.


(Το σόι το Συριζαίϊκο κοιτάχτηκε στα μάτια. Οι γέροντες απέστρεψαν το βλέμμα τους με βιάση. Όλοι σκεφτήκαν μονομιάς “είπαμε να τη δώκουμε, μα όχι δεύτερο χέρι”).


-Κάντε ορέ πίσω να διαβώ.
Εγώ θα τη ζητήσω.
Στο ΄να μου χέρι το σφυρί και στ΄ άλλο το δρεπάνι.
Μ΄ αυτά αντρίκια πολεμώ
κι έτσι θε να σας θρέψω.
Δεν υποκύπτω στο ζυγό τ΄ αφέντη το μεγάλο.

-Καλά τα λες παλίκαρε
και θέλουμε εσένα.
Μα πίκρανες μας άλλοτε
και συ κι η φαμελιά σου.
Φοβούμαστε κι την κοντοσυγγενολογιά.
Σαν είμαστε απ΄ το ίδιο πάππο,
τι γόνους θα μας βγάλετε;
Μην είν΄ και πειραγμένα.
Συγχώρα μας και πάγαινε κι ώρα καλή στο δρόμο.
-Εγώ Συρίζο κύρη μου, εγώ θα την επάρω.
Έχω τα γρόσσια τα πολλά
κρυμμένα στο σεντούκι
γι΄ αυτό το λόγο μόνο δα
για να σας θρέψω ούλους.
Δως τη μου κύρη δώς τη μου και δεν το μετανοιώνεις.
Κορώνα στο κεφάλι μου εγώ θα την εβάλω.
Και τσ΄ αφεντάδες ούλνουδες
γι΄ αυτή θα αποκάμω.

-Ορέ, για να σε δω καλύτερα
εσένα τον θρεμμένο.
Εσύ δεν είσαι που ζητάς νύφες εδώ ολούθε;
Βιάση, δεν θέλει η δουλειά.
Είναι κανένας άλλος;

-Εγώ είμαι γέρος για παντρειά,
μα σκέψου με και μένα,
σαν άλλον δε βρεις καλύτερο
σε με να την εδώκεις.

-Γέρο, κάτσε στη μεριά,
που θες την αφρατάδα.
Κι αν είν΄ να μείνεις με καϋμό, καμιά γριά σε δίνω.
Αφκέτε μας να ξέρουμε για μέχρι το φεγγάρι.
Μον΄ γάμος δεν εγίνεται
χωρίς πολλά μπρατίμια.

-Εγώ Συρίζο κύρη μου, εγώ ΄χω και μπρατίμια.
-Καλά θρεμμένε, άσε με.
Να το σκεφτώ και λέμε.


(Παράμερα στεκότανε σπιούνοι του αφέντη γιατί και κείνος ήθελε τη νύφη να την πάρει).


Σκηνή 2η

(Το σόι το Συριζαίϊκο μέχρι την άλλη Τετάρτη φυσούσε, ξεφυσούσε κι απόφαση δεν έπαιρνε. Κάποιοι λέγαν καλύτερη η πείνα, παρά να δώσουν το κορίτσι που είναι μικρό ακόμα. Ανήμερα της γιορτής του γιού του προύχοντα Συρίζου, φάνηκε ο θρεμμένος νιος, στο κονάκι. Τα δυο παλικάρια στον πίσω οντά δώσανε τα χέρια και γίνηκαν αδέλφια. Τις επόμενες μέρες καυγάδες είχανε πολλούς. Ο προύχοντας Συρίζος άκουγε από το γιό του παινέματα για τον θρεμμένο νέο. Οι αδερφές της νύφης αντιστέκονταν και λέγανε ότι είναι μικρή ακόμα. Η φίλη της η καρδιακή, σουφραζέτα εξ Ευρώπας, την συμβούλευε να διαλέξει αυτή από έρωτα. Ο προύχοντας Συρίζος την παραμονή κάλεσε μόνο την οικογένεια. Όσο κι αν αγαπούσε την κόρη του, έπρεπε να σκεφτεί και τις υποχρεώσεις του, στους κολίγους του υποστατικού του, που εξαθλιώνονταν μέρα με τη μέρα. Έτσι έδωσε, με βαριά καρδιά, υπόσχεση στο γιο του να δεχτεί).


Σκηνή 3η

(Την Τετάρτη το βράδυ πήγαν να δώσουν το κορίτσι. Σαν είδε ο προύχοντας Συρίζος τη σάλα να γεμίζει με το σόι του γαμπρού τον ζώσανε τα φίδια. Να σώσει τα προσχήματα το ΄βαλε στο μυαλό του. Καθίσαν στο τραπέζι ο προύχοντας, ο γιος κι η φιλενάδα).


-Καλώς ορίσατε ορέ
ξανά στο σπιτικό μου.
Την κόρη τη χιλιάκριβη
τη μοσχαναθρεμμένη
θα δώκω τ΄ αποφάσισα
σ΄ όποιον μου την προσέχει.

(Χλωμιάσανε οι συγγενείς κι ο νιος που ήταν θρεμμένος).

-Θα την προσέχω εγώ καλά.
Το’πα και θα το κάμω.
Ό,τι κι αν θέλεις λέω ναι
και πίσω δε θα κάνω.
Μον΄ δώστη μου
και δεν μπορώ
άλλο να περιμένω.

-Τη φίλη μου την καρδιακιά
σε σένα δεν αφήνω,
παρά μονάχα
θε να μου πεις
εσύ κι όλο το σόι,
πως θα ΄ναι αυτή
που ορίζει εσέ.
Κι αν δε σε θέλει,
μπορετό
είναι και να σ΄ αλλάξει.

-Μα, φιλενάδα της καλή,
αυτά, εις τας Ευρώπας.
Εδώ, είναι ο κύρης που μιλά
κι ο κύρης δεν αλλάζει.
Μ΄ αν είναι κι επιμένετε
και τούτο θα το δούμε,
κατά το πως μπορεί να γίνεται,
μετά από το γάμο.


-Ε! για βαστάτε ορέ,
πολλά είναι τα λόγια.
Εγώ είμαι ο μεγάλος αδερφός
του νιου μας του θρεμμένου.
Πολλά δεν είν΄ τα λόγια μου,
με ξέρετε νομίζω.
Αν είν΄ όλα αυτά
ο γάμος να μη γίνει,
ειπέτε το,
γιατί αλλιώς εγώ θαρρώ πως είναι.
Και συ ξένη κυρά
στα τώρα μας και δω μας
αφκέ μας και δείξ΄ αλλού μυαλό
σε κείνους που δεν έχουν.
Σαράντα χρόνια φούρναρης
εγώ ψωμιά έχω ψήσει
και συ δεν ήρθες τώρα δα,
την τέχνη μου ν΄ αλλάξεις.

-Εγώ λέω ν΄ αφήκουμε
τον κύρη να μιλήσει.
Στο λέω εγώ,
ο άλλος αδερφός,
κύρη, τώρα περπάτησέ το,
να πάμε να ΄τοιμάσουμε γλέντι γερό, μεγάλο.
Τα ρούχα μας να ράψουμε,
μπρατίμια για να ρθούνε.

-Πατέρα να τελειώνουμε,
έλα, ξεστόμισέ το.

-Άιντε ορέ,
να σύρετε, να πάτε να καλνάτε.
Σύρετε τώρα σύρετε
να πάτε συχαρίκια.
Την κόρη τη μονάκριβη
την χαμηλοβλεπούσα,
εγώ απόψε έδωκα στο νέο το θρεμμένο,
όπ΄ είν΄ απ΄ σπίτι αρχοντικό
και κει θε να γυρίσει,
σαν δύναμη του δώκω εγώ,
με το καλό μ’ κορίτσι.


Σκηνή 4η

(Στο κονάκι του αφέντη)

-Αχός βαρύς ακούγεται
πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Μη να σε γάμο ρίχνονται
μη να σε πανηγύρι;

-Μηδέ σε γάμο ρίχνονται,
μηδέ σε πανηγύρι.

- Αφέντη μου, την έδωκε ο προύχοντας Συρίζος

-Σε ποιόν μωρέ;
Τώρα να τον εσφάξω.

-Αφέντη μου το αίμα σου
πώς να το χύσεις χάμω;

-Τι λέτε;
Καθαρίζετε τα λόγια,
ορέ σκύλοι.

-Στον αδερφό σου το μικρό,
τον ένα τον θρεμμένο.
Μαζί κι από κοντά οι άλλοι αδερφοί σου.
Τους έδιωξες και τώρα πια
εκδίκηση γυρεύουν.

-Ορέ κακό
τον δύσμοιρο εμένα που με βρήκε.
Τι θε να κάνω τώρα πια;
Μιλάτε ορέ διαόλοι.

-Αφέντη, άσε μας ταχιά
να δούμε τι θα γίνει.
Μπρατίμια πρέπει να βρεθούν
ο γάμος για να γίνει.

-Αλί στη μοίρα την κακιά,
τρεχάτε και βαστάτε,
τους μπράτιμους απ΄ το λαιμό κρατάτε να μη φύγουν.
Αλλιώς θα έβρει μαύρο κακό
και σας και κείνους ούλνους.

ΤΕΛΟΣ


Υ.Γ.: Χάρη μας δεν ήξερα ότι είσαι παντρεμένος με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Πολύ θα της ταίριαζε ως στέκι το Μπαρούτι. Της αφιερώνω το “avanti popolo”.
Υ.Γ.1: Το καινούργιο υπουργείο ονομάζεται Υγείας, Διατροφής και Άθλησης. Δηλαδή, υγείας διότι φροντίζει την υγεία μας και τα λεφτά του κόβοντάς μας το τσιγάρο. Διατροφής, διότι με τα λεφτά που έχουμε θα τρώμε μόνο μεσογειακά (όσπρια, λαδερά και κάθε δεκαπέντε μια ίνα κρέας) και άθλησης, διότι με τόσο ακριβό πετρέλαιο θέρμανσης θα χοροπηδάμε για να ζεσταθούμε τις κρύες μέρες του χειμώνα. Αλλά όλα αυτά για το καλό μας. Χίλια ευχαριστούμε.
Υ.Γ.2: Φίλιππος, Μέγας Αλέξανδρος, Ολυμπιάδα, Χαρούλα, Ψωμιάδης. Στον επόμενο υποψήφιο οι αρχαιολογική υπηρεσία και ο δήμος να ζητήσουνε ενοίκιο για τα σκηνικά. “Η Μακεδονία είναι ελληνική” ούτε και που με νοιάζει και Κογκολέζικη να είναι, μήπως θα μετακομίσω;

Δεν υπάρχουν σχόλια: